- επανορθωτής
- οθηλ. -ώτρια αυτός που επανορθώνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπανορθωτής — corrector masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανορθωτής — ο (Α ἐπανορθωτής) [επανορθώνω] αυτός που επανορθώνει αρχ. 1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος τής παρατάξεως σε ώρα μάχης 2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους… … Dictionary of Greek
ἐπανορθωτήν — ἐπανορθωτής corrector masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτά — ἐπανορθωτά̱ , ἐπανορθωτής corrector masc nom/voc/acc dual ἐπανορθωτής corrector masc voc sg ἐπανορθωτής corrector masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανορθωτάς — ἐπανορθωτά̱ς , ἐπανορθωτής corrector masc acc pl ἐπανορθωτά̱ς , ἐπανορθωτής corrector masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek
ἐπανορθωτέα — ἐπανορθωτέος to be corrected neut nom/voc/acc pl ἐπανορθωτής corrector masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)